λουσιέρης

λουσιέρης
λουσιέρης και λουχιέρης, ὁ (Μ)
φρουρός στην είσοδο τού παλατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. huissier «θυρωρός», με συνεκφώνηση τού άρθρου le].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”